Νάρυξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάρυκα — Νάρυξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάρυκος — Νάρυξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NARYCIA — Ferrario urbs Magnae Graeciae, aliis Narycium oppid. Locrorum vetustissiumum, unde Aiax Oileus. Stephanus Ναρυξ πόλις Λοκρίδος. Ovid. Met. l. 15. v. 704 Dextra proerupta Ceraunia parte Romechiumque legit, Caulonaque, Naryciamque. Abundat autem… … Hofmann J. Lexicon universale
Επικνημίδιοι — Προσωνύμιο των Λοκρών που διέμεναν στην Κνημίδα, ψηλό βουνό απέναντι από την Εύβοια. Υποκνημίδιοι ονομάζονταν όσοι ζούσαν στις υπώρειες του βουνού και στα πεδινά σημεία. Σημαντικές πόλεις τους ήταν οι Κνημίδες, απέναντι ακριβώς από το Κηναίον… … Dictionary of Greek